Το σημάδι που ψάχναμε από μακριά στην ερημιά της παλιάς βιομηχανικής ζώνη της Δραπετσώνας ήταν μια καμινάδα βαμμένη στα χρώματα του Ολυμπιακού.
Ξεθωριασμένη, πανύψηλη, στέκεται σαν φάρος ξεκομμένη από τα υπόλοιπα ερειπωμένα κτίρια, δίνοντας μια ένδειξη ότι κάποτε το μέρος έσφυζε από ζωή. Αν δεν ξέρεις ότι από τη βορινή πλευρά, δίπλα στο γήπεδο, υπάρχει δρόμος που σε οδηγεί εκεί όπου κάποτε ήταν τα Λιπάσματα, ο μόνος τρόπος για να μπεις στον χώρο είναι σκαρφαλώνοντας και πηδώντας πάνω από τη σιδερένια πόρτα (η οποία πού και πού ανοίγει με τηλεκοντρόλ και μπαινοβγαίνουν ακριβά αυτοκίνητα) ή περνώντας μέσα από τον τσιγγάνικο μαχαλά και κάνοντας αναρρίχηση στους σωρούς με τα μπάζα πίσω από τις καμάρες.
Ο συννεφιασμένος ουρανός και οι θύσανοι από τα αγριόχορτα που κυματίζουν με το φύσημα του αέρα κάνουν το τοπίο να μοιάζει βορειοευρωπαϊκό – θυμίζει κάπως τα Highlands, με διαφορετική θέα στον ορίζοντα: από τη μια πλευρά βλέπεις μοντέρνες πολυκατοικίες και μια υπερυψωμένη δεξαμενή νερού και από την άλλη αγναντεύεις τον Σαρωνικό.
Διασχίζουμε τα πυκνά χορτάρια και τη φρέσκια ρόκα –που βάφει με πρασινίλα τα παπούτσια μας, σκορπίζοντας στον αέρα μια πιπεράτη μυρωδιά– και φτάνουμε σε δυο κτίρια διαλυμένα και ρημαγμένα απ’ οτιδήποτε μπορεί να πουληθεί.
Είναι εντυπωσιακά, ακόμα και μέσα στην παρακμή, το πλιάτσικο και το χαμένο μεγαλείο τους. Είναι τόσο γκρεμισμένα, που δύσκολα μπορείς να φανταστείς τι ακριβώς γινόταν μέσα στο καθένα την εποχή της «δόξας» τους.
Στο μικρότερο, αυτό με την αρ ντεκό αισθητική, που φαίνεται ότι κάποτε φιλοξενούσε γραφεία, τα δωμάτια σήμερα είναι γεμάτα μπάζα, ξύλινους σκελετούς από συρταριέρες και ντουλάπες, πατώματα με τρύπες που αποκαλύπτουν καταπακτές και υπόγεια, και βιβλία με «σημειώσεις βάρδιας» που έχουν λιώσει η υγρασία και η βροχή.
Η περιπλάνηση κάτω από λαμαρίνες που τρίζουν σε κάθε φύσημα του αέρα και ανάμεσα από απρόσμενα κενά που χάσκουν στο κενό είναι μάλλον επικίνδυνη.
Παρ’ όλα αυτά, την ώρα που περιεργαζόμαστε τα σκουριασμένα γρανάζια από τις τεράστιες μηχανές μια παρέα από τολμηρά κορίτσια αψηφά τον κίνδυνο και σκαρφαλώνει στη μισογκρεμισμένη σκάλα για να ανέβει στην ταράτσα. Βγάζουν ασταμάτητα φωτογραφίες και φαίνονται ενθουσιασμένες από το σκηνικό.
Το μέρος είναι πολύ δημοφιλές σε φωτογράφους, ερασιτέχνες και επαγγελματίες – μέσα κι έξω από τα γκρεμίσματα έχουν γίνει ένα σωρό φωτογραφίσεις μόδας και βιντεοκλίπ. Και η αλήθεια είναι ότι τα ερείπια, η σκουριά και η παρακμή το κάνουν γοητευτικό και δημιουργούν μια αίσθηση «στοιχειωμένου», γιατί ο χρόνος έχει σταματήσει σε άλλη εποχή. Το δεύτερο και μεγαλύτερο κτίριο είναι σε χειρότερη κατάσταση. Καμίνια, ντουβάρια, ξεχαρβαλωμένα έπιπλα, σπασμένα πλακάκια, τρία φωτιστικά –που μοιάζουν με installation– κρέμονται από τον κεντρικό σιδερένιο δοκό που συγκρατεί το ταβάνι.
Η Ψυτάλλεια και η Σαλαμίνα φαίνονται μέσα από τις τρύπες που κάποτε ήταν παράθυρα. Τώρα έχουν χάσει ακόμα και τον σκελετό τους και μοιάζουν με στόματα ορθάνοιχτα από οδύνη. Η βροχή έχει αφήσει παντού μικρές λίμνες που καθρεφτίζουν τα θρύψαλα.
Στο κάτω επίπεδο το τοπίο είναι σαν βομβαρδισμένο. Στο κέντρο το πάτωμα του ισογείου έχει υποχωρήσει, αφήνοντας κενό στον ουρανό, και το γκράφιτι με τα δύο χέρια που ακουμπάνε τα δάχτυλά τους, σαν τον πίνακα του Μιχαήλ Άγγελου με τον Θεό και τον Αδάμ, κάνει το σκηνικό σχεδόν μεταφυσικό.
Βλέπεις μπροστά σου μια σκηνή από διαστημική ταινία καταστροφής και το μέρος ξαφνικά γίνεται αποπνικτικό. Προσέχεις τη μούχλα, τη σαπίλα, τα λερωμένα στρώματα και τα πεταμένα ρούχα και συνειδητοποιείς ότι εκεί μέσα ζουν κάποιοι άνθρωποι, έστω και περιστασιακά.
Στο μεταξύ, ένα νεαρό ζευγάρι που κάνει τη βόλτα του μέσα στα ερείπια αγκαλιάζεται και φιλιέται με πάθος, προσπαθώντας να ισορροπήσει σε έναν σωρό πέτρες. Δεν μας έχουν δει, εκείνος την κρατάει σφιχτά και της χαϊδεύει τα μαλλιά.
Η Ανώνυμος Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων που ιδρύθηκε το 1909 από τον Ν. Κανελλόπουλο έδωσε το όνομά της σε μια ολόκληρη περιοχή και για 90 χρόνια σημάδεψε την ιστορία της.
Έδωσε στους κατοίκους της δουλειά κι ευημερία σε εποχές μεγάλης φτώχειας και μετά το 1922, που έφτασαν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, οι εργάτες του εργοστασίου δημιούργησαν τη Δραπετσώνα.
Το εργοστάσιο φτιάχτηκε στην Ηετίωνα Ακτή και οι κτιριακές εγκαταστάσεις, την εποχή της ακμής του, κάλυπταν έκταση 146.000 τετραγωνικών μέτρων, με 109 μονάδες.
Σήμερα σώζονται μόνο δύο από τα κτίρια, η καμινάδα και οι τσιμεντένιες αποθήκες που μοιάζουν με σιλό. Ξεκίνησε ως εργοστάσιο κατασκευής χημικών λιπασμάτων.
Το 1910 η ΠΥΡΚΑΛ παραχώρησε το δικαίωμα παραγωγής οξέων στην Εταιρεία Χημικών Λιπασμάτων και για μισό αιώνα είχε το μονοπώλιο στην κατασκευή λιπασμάτων, που με την υποστήριξη του κράτους εισήγαγε στην ελληνική γεωργία.
Οργανώθηκε, μάλιστα, και γεωπονικό τμήμα, με σκοπό τη διδασκαλία της χρήσης των λιπασμάτων στις καλλιέργειες. Οι δουλειές της εταιρείας πήγαν τόσο καλά, που τη δεκαετία του ‘20 δημιουργήθηκε και μονάδα υαλουργίας.
Με τη Μικρασιατική Καταστροφή πολλοί πρόσφυγες κατέφθασαν στον Πειραιά και τα φτηνά χέρια τους έγιναν περιζήτητα. Γύρω από τα Λιπάσματα δημιουργήθηκε ένας ολόκληρος οικισμός από παράγκες όπου έμεναν οι εργάτες και οι οικογένειές τους, που στη συνέχεια έγινε η Δραπετσώνα. Το 1934 οι εργάτες στα Λιπάσματα πλησίαζαν τους 4.000.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το εργοστάσιο βομβαρδίστηκε κι έτσι καταστράφηκε ένα μεγάλο μέρος των εγκαταστάσεων.
Το 1946 ο Μποδοσάκης-Αθανασιάδης απέκτησε την πλειονότητα των μετοχών και το αναγέννησε από τις στάχτες του. Μάλιστα, τη δεκαετία του ‘50 η παραγωγή ξεπέρασε τα προπολεμικά επίπεδα, ενώ την ίδια περίοδο εντάθηκε η μεταλλευτική δραστηριότητα. Κι ενώ έδινε στους κατοίκους δουλειά, το τίμημα που πλήρωναν ήταν η αποπνικτική ατμόσφαιρα από τις αναθυμιάσεις που τους δηλητηρίαζαν σιγά-σιγά. Στο βιβλίο του «Εκ Πειραιώς» ο Διονύσης Χαριτόπουλος περιγράφει τη ζωή στη Δραπετσώνα της δεκαετίας του ‘50:
«Στη Δραπετσώνα δεν φυτρώνει τίποτα. Αν βάλεις στο χώμα μια ρίζα λουλούδι ή δεντράκι, σε λίγες μέρες κιτρινίζει και ξεραίνεται, ο μολυσμένος αέρας δεν το αφήνει να ανθίσει και λες δεν γίνεται να ζήσουν εδώ άνθρωποι, ή αυτοί θα φύγουν ή τα εργοστάσια.
Στη Δραπετσώνα η ζωή είναι κατάρα.
Όποιος δεν φοβάται την κόλαση να έρθει εδώ να ζήσει με χιλιάδες ψυχές στη μεγαλύτερη παραγκούπολη της χώρας, […] να έχει στα ρουθούνια του το μαζούτ που καίει η ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ και τα δεκάδες εργοστάσια, να πέφτει από ψηλά σαν πούδρα στα ρούχα του η σκόνη από τις καμινάδες του τσιμεντάδικου ΗΡΑΚΛΗΣ και να τα διαλύει, να ανασαίνει τα δηλητήρια που ξερνάει η μεγάλη τσιμινιέρα του Εργοστασίου των Λιπασμάτων και να σκάβουν τα σωθικά του για να καταλάβει αυτό που λένε εδώ οι κολασμένοι:
Αν δεν αναπνέουμε θα πεθάνουμε, αν αναπνέουμε θα πεθάνουμε».
Το 1960 η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη. Η περιοχή μπορεί να «δούλευε χωρίς κανένα άγχος», σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός παλιού εργαζόμενου, «αλλά το καλοκαίρι έφευγε το οξύ από τα φουγάρα και τρύπαγε το δέρμα σου».
Από τα τέλη του ‘70 το υαλουργείο άρχισε να αντιμετωπίζει ζημίες, οι προσπάθειες για επενδύσεις και άνοιγμα των αγορών ήταν άκαρπες. Το τελικό χτύπημα δίνεται το 1988 με τη δολοφονία του Αλέξανδρου Μποδοσάκη. Η εταιρεία οδηγείται σε συρρίκνωση, η παραγωγή μειώνεται, έτσι το 1993 τίθεται σε εκκαθάριση εν ενεργεία και περνάει στον πλήρη έλεγχο της Εθνικής Τράπεζας. Το εργοστάσιο λειτουργεί υποτονικά μέχρι το 1999, οπότε κλείνει οριστικά.
Άλλοθι για το κλείσιμό του ήταν η προστασία του περιβάλλοντος και η ανάπλαση του παραλιακού μετώπου, από τη Δραπετσώνα μέχρι το Κερατσίνι και το Πέραμα. Παρά την εισήγηση των αρμόδιων Εφορειών του υπουργείου Πολιτισμού και τις προσπάθειες κήρυξης των κτιρίων διατηρητέων, το 2003 κατεδαφίστηκαν τα περισσότερα βιομηχανικά κτίρια που υπήρχαν. Για πολλούς αποτελούσαν ιστορία της βιομηχανίας στην Ελλάδα. Το μόνο που έχει διασωθεί είναι το εργοστάσιο υαλουργίας, με την καμινάδα να υποδέχεται τα πλοία που προσεγγίζουν και να θυμίζει λίγο από την παλιά βιομηχανική αίγλη και το κτίριο του Ινστιτούτου «Νικόλαος Κανελλόπουλος».
Σήμερα, η παραθαλάσσια περιοχή «Λιπάσματα» είναι ένα έρημο κομμάτι του Πειραιά που ανήκει στον Δήμο Κερατσινίου και Δραπετσώνας, έκτασης 640 στρεμμάτων.
Ποιο είναι το μέλλον της; Άγνωστο.
Στις 14 Ιουλίου 2011, σε καράβι των Μινωικών Γραμμών πραγματοποιήθηκε η πρώτη επίσημη παρουσίαση της ελληνικής υποψηφιότητας για αγώνες F1 στο λιμάνι του Πειραιά, με την ονομασία Dielpis Formula 1, από τον πρώην Δήμαρχο Κερατσινίου-Δραπετσώνας.
Η βασική ιδέα της πρότασης προέβλεπε ιδιωτική επένδυση με συνολικό κόστος κατασκευής 800.000.000 ευρώ, η οποία θα περιλάμβανε την ευρύτερη ανάπλαση της περιοχής της Δραπετσώνας, επιφάνειας περίπου 700 στρεμμάτων, ώστε να γεννηθεί ένα παγκόσμιο κέντρο Μηχανοκίνητου Αθλητισμού, Πολιτισμού και Ανάπτυξης.
Ωστόσο, αν και την ιδέα χειροκρότησε ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και παρόλο που τη στήριζαν όλοι, δεν πέρασε ποτέ η νομοθετική πρόταση. Προσπάθεια έγινε κι αργότερα, το 2014, όταν συστάθηκε η Ελληνική Εκτελεστική Επιτροπή Ανάληψης Αγώνων Αυτοκινήτου F1, καθώς και το Σωματείο Φίλοι και Υποστηρικτές Αγώνων Αυτοκινήτου F1, με σκοπό οι φίλοι του μηχανοκίνητου αθλητισμού να ενώσουν τις δυνάμεις τους για καλύτερη προβολή και ενημέρωση της ελληνικής υποψηφιότητας. Ωστόσο, ούτε τότε απέδωσε η ιδέα.
Το 2015 ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επισκέφτηκε την περιοχή των Λιπασμάτων και εξήγγειλε πως θα εξαιρεθεί από τη σύμβαση του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς και θα παραχωρηθεί εξ ολοκλήρου στην περιοχή Κερατσινίου-Δραπετσώνας, ώστε να γίνουν άμεσα οι πρώτες ενέργειες προκειμένου αυτό το θαλάσσιο μέτωπο να μετατραπεί σε δημόσιο χώρο όπου όλοι οι πολίτες θα έχουν πρόσβαση. Το μέρος ακόμα ρημάζει…
Η εικόνα του Ψαραντώνη αντικριστά από το μισογκρεμισμένο έργο που ξεπροβάλει πίσω από τα χαλάσματα και γράφει «Push me real hard». Στο διπλανό δωμάτιο που έχει μείνει μόνος ένας σκελετός από τσιμέντο, ένας σκεφτικός μικρός άγγελος αγναντεύει τον Σαρωνικό.
Φεύγοντας από τον δρόμο δίπλα στη θάλασσα, μας ακολουθεί μια αγέλη σκύλων και μας συνοδεύει χοροπηδώντας μέχρι το λιμάνι. Η πιο μικρή και η πιο όμορφη ξαπλώνει στα χορτάρια και ποζάρει κόντρα στο φως του ήλιου. Όταν ο Πάρις σταματάει να την τραβάει, γρυλίζει και του δείχνει τα δόντια της!
Comments