Ξεχασμένη λέξη, ο γιούκος…
Κάποτε πολύ συνηθισμένη στην ημερήσια διάταξη, της νοικοκυράς, κυρίως «πού είναι; κοντά στο γιούκο; όχι πιο ‘κει από το γιούκο… καλέ, μέσα στο γιούκο…».
Και, λίγο πολύ, όλα τα σπίτια είχανε γιούκο…
Γιούκος λοιπόν, από το τουρκικό yuk ο μεγάλος μπόγος, η στοίβα των κλινοσκεπασμάτων, παπλωμάτων, κουβερτών, ειδών προίκας.
Απλούστατα άλλαζε η ποιότητα και η ποσότητα του περιεχομένου του.
Ο γιούκος π.χ. στα σπίτια της πόλης, δεν είχε σαΐσματα που είχε αυτός των χωριών. Αλλά και μέσα στην πόλη, γιούκος από γιούκο, είχε διαφορά.
Ο δικός μας είχε π.χ. και κουρελούδες, κάτι που δεν είχε της κ. Χαρισιάδου της οποίας είχε χαλιά!
Και για να δώσουμε να καταλάβουνε, τι ήτανε ο γιούκος στους νέους, ας τον δούμε. Για να θυμηθούμε κι οι παλιοί που πλέον, έχουμε τις εντοιχισμένες ντουλάπες στα διαμερίσματα ή στα σύγχρονα σπίτια. Θα μου πεις πού τον θυμήθηκα το γιούκο, την σήμερον ημέραν.
Απλούστατα περνούσα από την Τριπολιτσά. Το διώροφο η δαγκάνα της φαγάνας, εδώ και χρόνια συμπτωματικά, ήμουνα παρών το ‘κανε μαλλιά κουβάρια! Είναι να το λυπάσαι, σήμερα αφού, πλέον, ισοπεδώθηκε και χρησιμοποιείται ως πάρκινγκ.
Ανήκε στη χαμένη από την Τρίπολη, οικογένεια του κυρ. Λευτέρη του επιθεωρητή πού μάλλον, έφυγε από τότε προς τη βόρεια Ελλάδα. Πριν χρόνια, οι κληρονόμοι ή οι αγοραστές το γκρέμισαν. Και δεν έκαναν τον κόπο οι αθεόφοβοι, να το ξαλαφρώσουνε από τα εντός ναχρικά. Βιάζονταν, βιάζονταν μπας και επέμβει η Πολεοδομία ή ο Δήμος και τους πει «στοπ, αυτό είναι σχεδόν διατηρητέο». Η δαγκάνα λοιπόν, μ’ εκείνη τη σιδερένια μύτη θυμάμαι, μπήκε ακάθεκτη. Έριξε «μια» στον τοίχο και τον τραυμάτισε θανάσιμα, για να χτιστεί στις αρχές του 1900 μπορεί και να έκανε ένα μήνα.
Αμέσως έγειρε η σκεπή. Δεύτερη κουτουλιά της δαγκάνας κι ο τοίχος λύγισε και φανήκανε τα εντόσθια. Ένα τραπέζι, τρεις καρέκλες, ο καθρέφτης και στο βάθος ο γιούκος! Ναι είχα χρόνια να δω γιούκο! Πόσα χρόνια; Ισως 40, ίσως 50.
Ο γιούκος ήτανε το όρθιο ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο που δέσποζε σε κάποια κάμαρη του σπιτιού και σε μέρος υποτίθεται αθέατο, πίσω από σκάλες, πίσω από πόρτα, στη μικρή κάμαρη, μπορεί και στη σάλα για τα πλούσια χωριατόσπιτα που ‘χανε κι ανύπαντρες τσούπες.
Αυτό τ’ ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, το σκεπασμένο με λευκά σεντόνια, έπιανε από το πάτωμα και κατάληγε, ανάλογα με το πόσο πλούσιο ήτανε ένα σπίτι, στο ταβάνι! Οι διαστάσεις του ήτανε 1,5μ. x 1μ. στη βάση και ύψος ανάλογα, από 1,5μ. έως 2,5μ.
Στη βάση ήτανε το ξύλινο μπαούλο ένα περιποιημένο κασόνι, μ’ εσωτερική κι εξωτερική επένδυση, ύψους από 0,80μ. έως 1,20μ. περίπου.
Μέσα στο μπαούλο τοποθετούσε η νοικοκυρά, κάποια ρούχα που δεν τα έβγαζε παρά σ’ ελάχιστες περιπτώσεις ή για να τ’ αερίσει (φουστανέλες, κοντογούνια, ασπρόρουχα). Από ‘κεί και πάνω, η νοικοκυρά, «έχτιζε» το γιούκο με τα διάφορα, από χαλιά –αν είχε– μέχρι κουρελούδες και φλόκια ή φλοκάτες (άλλο το ‘να, άλλο τ’ άλλο) μέχρι άλλα στρωσίδια. Μετά τα διάφορα του κρεβατιού από ανδρομίδες και σαΐσματα (μόνο στα χωριά) μέχρι μπαντανίες και κιλίμια, κουβέρτες, υφαντά, σεντόνια, μαξιλάρια.
Κι ήθελε μαστοριά, το χτίσιμο του γιούκου, διότι και έτσι και το ‘χτιζες στραβό έγερνε κι έπεφτε οπότε πάλι απ’ την αρχή.
Στο τέλος τον σκέπαζες, απ’ όλες τις πάντες με λευκά σεντόνια βοηθούμενη η νοικοκυρά από παραμάνες. Ναι ήτανε ένας «μπακλαβάς» ο γιούκος με πάρα πολλά φύλλα.
Εκεί μέσα η μάνα, έκρυβε το σερμετζέ δηλ. κανά δολάριο ή καν’ άλλο χρήμα. Ήξερε, π.χ. ότι, κάτω από τη ροζ μπαντανία και στην αριστερή γωνία ήτανε η κρυψώνα.
Οι γιούκοι πήρανε τέλος με τις πολυκατοικίες δηλ. μετά το ’60 στην Τριπολιτσά. Οι ‘γκαθιστάμενοι σε διαμερίσματα πετούσανε πλέον, ως άχρηστα τα μπαούλα –ελληνικά ή αμερικάνικα– κι έβαζαν τα ρούχα στις εντοιχισμένες ντουλάπες.
Όμως και για να επανέλθουμε, τότε η δαγκάνα έριξε κι άλλη, κι άλλη δαγκωματιά κι ο γιούκος διαλύθηκε άνοιξε το μπαούλο!
Μια γυφτοοικογένεια όρμησε. Κάτι λίγα περιμάζεψε, αφού ως φαίνεται, ο γιούκος είχε συληθεί!
Έφυγα περίλυπος και σκεφτικός τότε και σήμερα γιατί ο γιούκος μού θύμισε και τι δε μου θύμισε.
Comments