Ο άνθρωπος που ανέθρεψε την εθνική μας κινηματογραφία από τα γεννοφάσκια της!
«Η Finos Film παρουσιάζει...», έτσι ξεκινούν όχι λιγότερες από 180 ταινίες του κλασικού ελληνικού σινεμά που μεγάλωσαν γενιές και γενιές και έγιναν πραγματικότητα χάρη στο όραμα και το μεράκι ενός ανθρώπου.
Ο σημαντικότερος κινηματογραφικός παραγωγός στην ιστορία του ελληνικού θεάματος κατόρθωσε σχεδόν το ακατόρθωτο: με πενιχρά μέσα και δυσκολίες ασύλληπτες, έθεσε ουσιαστικά τα θεμέλια της εθνικής εμπορικής κινηματογραφίας, εγκαθιδρύοντας το ελληνικό σινεμά στις συνειδήσεις του κοινού.
Σε μια διαδρομή που απλώνεται σε τέσσερις δεκαετίες δημιουργίας, ο «δάσκαλος» της ελληνικής showbiz έκανε πολλά περισσότερα από το ανάθρεμμα του ελληνικού σινεμά: ανέδειξε σταρ, σκηνοθέτες, σεναριογράφους και μουσικούς, δημιουργώντας στην πράξη αυτό που αποκαλούμε ελληνικό star system!
Και ό,τι έκανε, το έκανε μόνος του, χωρίς κονδύλια και κρατική υποστήριξη. Ο ακούραστος εργάτης του σινεμά ήταν όμως και πρωτοπόρος της τεχνικής: μελετούσε συνεχώς τις εξελίξεις, πειραματιζόταν με τα νέα μέσα, επιδιόρθωνε με το κατσαβίδι του τις κάμερες, κατασκεύασε την πρώτη συσκευή ηχοληψίας στην Ελλάδα(!), αλλά και αυτός είναι που εισήγαγε στη χώρα μας τόσο το χρώμα στις ταινίες όσο και τον στερεοφωνικό ήχο.
Αυτός ήταν ο Φιλοποίμην Φίνος, ένας άνθρωπος που μαγεύτηκε από το σινεμά και το υπηρέτησε ολόψυχα, χαρίζοντας μας τις πλέον αξέχαστες στιγμές του παλιού καλού ελληνικού σινεμά…
Ο Φιλοποίμην Φίνος γεννιέται το 1908 στην Κάτω Τιθορέα μέσα σε οικογένεια της «καλής κοινωνίας»: ο πατέρας του είναι γιατρός και αθεράπευτα ερωτευμένος με τον κινηματογράφο. Γι’ αυτό και όταν η φαμίλια εγκαταλείπει το χωριό και μετακομίζει στην Αθήνα, πρώτο μέλημα του γιατρού είναι να ανοίξει τη δική του κινηματογραφική αίθουσα, το «Αλκαζάρ», στον Σταθμό Λαρίσης.
Εκεί μεγαλώνει ο μικρός Φίνος και περνά ατέλειωτες ώρες στη σκοτεινή αίθουσα, ο έρωτας είναι κεραυνοβόλος. Και μάλιστα τόσο δυνατός που παρά το γεγονός ότι ολοκληρώνει τις σπουδές του στη νομική με επιτυχία, δεν θα ασκήσει ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου, καθώς ήξερε από μικρός με τι ήθελε να ασχοληθεί!
Αναλαμβάνει λοιπόν τη διαχείριση της κινηματογραφικής αίθουσας και γράφει Ιστορία από νωρίς, είναι ο πρώτος αιθουσάρχης θερινού σινεμά στον κόσμο που παίζει ταινία του νεότευκτου ομιλούντος κινηματογράφου (1930).
Από το όνειρο στην πραγματικότητα
Η καθοριστική στιγμή έρχεται το 1939, όταν ο Φίνος θα πάρει το ρίσκο της ζωής του, πουλά όλο του το βιος για να ριχτεί με τα μούτρα στην κινηματογραφική περιπέτεια. Ιδρύει τα «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο» και το 1940 κάνει το ντεμπούτο του στη σκηνοθετική καρέκλα, γυρίζει «Το τραγούδι του χωρισμού», με πρωταγωνιστικό δίδυμο τους Λάμπρο Κωνσταντάρα και Λήδα Μιράντα.
Για τις ανάγκες της κινηματογράφησης, ο Φίνος επιστρατεύει το δημιουργικό του δαιμόνιο και κατασκευάζει μηχάνημα ηχογράφησης για να γίνει η επεξεργασία του ήχου αποκλειστικά σε ελληνικά στούντιο. Με τη σκηνοθεσία ωστόσο δεν θα ασχοληθεί ξανά, καθώς οι ανυπέρβλητες δυσκολίες στην παραγωγή του φιλμ τον πεισμώνουν και αποφασίζει να αφιερωθεί στο σινεμά από το πόστο του παραγωγού.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα αφήσει το χνάρι του τόσο στην προσωπική όσο και την επαγγελματική του ζωή, ο πατέρας του εκτελείται από τους Ναζί και τα κινηματογραφικά του στούντιο λεηλατούνται. Ο ίδιος συλλαμβάνεται και τα «Επίκαιρα» που γύριζε κατάσχονται και καταστρέφονται.
Ο Φίνος είναι ωστόσο πολύ αποφασισμένος για να το βάλει κάτω: μέσα στη ζοφερή περίοδο της Κατοχής, ιδρύει τον Μάρτιο του 1943 τη Φίνος Φιλμ (Finos Film) και ό,τι ακολουθεί είναι η ελληνική κινηματογραφία με σάρκα και οστά. Η πρώτη ταινία της νεοϊδρυθείσας Φίνος είναι «Η φωνή της καρδιάς» (1943), με πρωταγωνιστή τον κορυφαίο μας ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη.
Τον Ιανουάριο του 1944, ο Φίνος συλλαμβάνεται από τον Γερμανό κατακτητή με κατηγορίες ότι συμμετείχε στην Αντίσταση. Αφού πέρασε 4 μήνες στη φυλακή, αφέθηκε τελικά ελεύθερος, αλλά ο πατέρας του οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η μέρα της σύλληψής του τον βρήκε στο πλατό, όπου γύριζε τη «Βίλα με τα νούφαρα», η οποία και θα ολοκληρωθεί τελικά μετά την απελευθέρωση.
Το 1957, ο Φίνος αλλάζει την έδρα της εταιρίας του και βάζει πλώρη για πιο φιλόδοξες παραγωγές. Μέχρι το 1960, το μικρό κινηματογραφικό στούντιο θα γινόταν εταιρία θαυμάτων. Η παραγωγή της εποχής σπουδαία και μνημειώδης: «Η Αγνή του Λιμανιού», «Το Σωφεράκι», «Η Ωραία των Αθηνών», «Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο», «Λατέρνα φτώχεια και γαρύφαλλο» (το πρώτο μάλιστα σίκουελ του ελληνικού σινεμά), «Το τελευταίο ψέμα», «Μια ζωή την έχουμε» και πολλές – πολλές ακόμα αξέχαστες επιτυχίες.
Το ελληνικό σινεμά ξεδιπλώνεται πάνω στα ασπρόμαυρα καρέ του Φίνου: Αλίκη Βουγιουκλάκη, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Ρένα Βλαχοπούλου, Ντίνος Ηλιόπουλος, Τζένη Καρέζη, Αλέκος Αλεξανδράκης, Γεωργία Βασιλειάδου, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Σαπφώ Νοταρά, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Ζωή Λάσκαρη, Βασίλης Αυλωνίτης, Βασίλης Διαμαντόπουλος, Ειρήνη Παπά, Θανάσης Βέγγος και τόσοι ακόμα γίνονται τα θεμέλια πάνω στα οποία επενδύει ο Φίνος το όραμα του ελληνικού εμπορικού σινεμά.
Η επιτυχία της Φίνος Φιλμ είναι μοναδική στα ελληνικά χρονικά, οι εισπρακτικές επιτυχίες πέφτουν βροχή και οι ταινίες γυρίζονται η μία πίσω από την άλλη. Και ο Φίνος είναι πάντα εκεί μέσα στα πλατό, δίπλα στους ηθοποιούς και το συνεργείο του, να λύνει κάθε πρόβλημα που προέκυπτε (και ανέκυπταν πολλά είναι η αλήθεια). Είναι ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, παρά το γεγονός ότι είναι ο επιχειρηματίας.
Πλήθος δημιουργών βρίσκουν λόγω του Φίνου τη μοναδική ευκαιρία να δοκιμαστούν στο σινεμά και ο ίδιος δίνει πάντα μια ευκαιρία, Σακελάριος, Τσιφόρος, Φώσκολος, Δαλιανίδης, Δημόπουλος και τόσοι ακόμα χρωστούν στον Φίνο πολλά. Είναι η κλασική στιγμή ανάπτυξης της εθνικής μας κινηματογραφίας.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, συνεπής με τις εξελίξεις που τρέχουν, ο Φίνος υιοθετεί ένα μοντέλο μαζικότερης παραγωγής ταινιών, εγκαθιδρύοντας την πρώτη – και τη μόνη μέχρι στιγμής – κινηματογραφική βιομηχανία της χώρας. Οι αίθουσες κατακλύζονται και τα μηνύματα του κοινού είναι ενθαρρυντικά. Η Φίνος Φιλμ γυρίζει πυρετωδώς δράματα, μιούζικαλ, κάνει συμπαραγωγές, με τον Φίνο να είναι μονίμως παρών και να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε όλα: από τα γυρίσματα μέχρι και το μοντάζ.
Κι όταν χρειαζόταν, έπιανε πρόθυμα το κατσαβίδι που είχε πάντα στο σακάκι του για να επιδιορθώσει βλάβες και βραχυκυκλώματα! Στα συνεργεία του ήταν γνωστός εξάλλου ως «κατσαβιδάκιας».
Οι αστέρες της εποχής, τους περισσότερους εκ των οποίων ανακάλυψε ή ανέδειξε ο ίδιος, παρελάζουν από τα στούντιο και το γραφείο του, ενώ σημαντικότατη είναι και η συνεισφορά του Φίνου στον τομέα της κινηματογραφικής μουσικής. Είχε καταλάβει καλά τη σημασία της πρωτότυπης μουσικής για το σινεμά, γι’ αυτό και επιστράτευσε τους κορυφαίους μουσικούς της εποχής του να του σκαρώνουν soundtrack. Πλάι στους Μουζάκη, Σουγιούλ, Καπνίση και άλλους μεγάλους μουσικούς, στέκεται φάρος ο Μίμης Πλέσσας, ο οποίος υπογράφει τη μουσική σε 112 ταινίες του Φίνου και οι νότες του γίνονται το σήμα-κατατεθέν της εταιρίας.
Στις ταινίες του προστρέχουν πρόθυμα και οι Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Λοΐζος, Μαμαγκάκης, Χατζηνάσιος, Κατσαρός και ο Χατζιδάκις φυσικά, που σφράγισε μουσικά μια σειρά από φιλμ της Φίνος. Η εκτίμηση που είχε στον Φίνο ο Μάνος Χατζιδάκις αποκρυσταλλώθηκε με τα εξής λόγια: «Πρώτα πρώτα, γιατί είχε πάθος για τη δουλειά του, γεγονός που χαρακτηρίζει όλους τους γνήσιους ανθρώπους. Ποτέ δεν τον είδα να κάθεται σε γραφείο, μα πάντα να μαστορεύει με τους βοηθούς του. Πολλές φορές σαν ήθελα να δω τον Φίνο και μου λέγανε ότι βιδώνει ή ξεβιδώνει ένα μηχάνημα έφευγα γιατί ήξερα πως για αυτόν ήταν ιερή στιγμή. Μας ενώνει η αγάπη μας για τον κινηματογράφο λοιπόν».
Το ηχηρό τέλος του «βασιλιά»
Την ώρα που τη δεκαετία του ’60 η Φίνος Φιλμ είναι κατεστημένο στον κινηματογραφικό χώρο, παράγοντας πλήθος ταινιών (έφτασε στις 15 ετησίως), αναδεικνύοντας ηθοποιούς σε αστέρες πρώτου μεγέθους και δημιουργώντας ουσιαστικά την ελληνική showbiz, το κλίμα ευφορίας θα διαδεχθεί η ταραγμένη δεκαετία του ’70, όπου τα πράγματα αλλάζουν δραστικά.
Η μεγάλη ακμή δίνει τη θέση της σε έναν άνισο αγώνα για επιβίωση, είναι η Χούντα και οι κωμικοτραγικές περιπέτειες με τη λογοκρισία, είναι τα υψηλά κασέ των ηθοποιών, είναι το κλίμα της εποχής που ανακόπτει αυτή την έκρηξη δημιουργίας. Η μαζική παραγωγή δεν φέρνει πια καλά αποτελέσματα, τόσο σε επίπεδο ταινιών όσο και στο box office. Και μετά έρχεται η Μεταπολίτευση, που βλέπει στη Φίνος το σύμβολο του παλιού και του – κατάπτυστου – εμπορικού, με την είσοδο της τηλεόρασης στην ελληνική κοινωνία να βάζει την ταφόπλακα στο ελληνικό σινεμά και μαζί του στον πιονέρο του, τη Φίνος Φιλμ.
Η μικρή οθόνη γκρεμίζει τον Φίνο από το βάθρο του, ο οποίος αρνείται μάλιστα πεισματικά να κάνει το πέρασμα στην τηλεοπτική πραγματικότητα: ισχυρογνώμων και οραματιστής, επιμένει κινηματογραφικά και χάνει. Οι σκοτεινές αίθουσες ερημώνουν, οι άνθρωποι κλείνονται στα σπίτια τους και η Φίνος αιμορραγεί οικονομικά, με τον «καπετάνιο» ωστόσο να μη θέλει να εγκαταλείψει το καράβι, γι’ αυτό και αποφασίζει να βουλιάξει μαζί του.
Αρνείται σθεναρά να περάσει στην τηλεόραση γιατί πολύ απλά αυτός αγαπούσε τον κινηματογράφο. Στενός συνεργάτης του διαμαρτύρεται: «Μα αφού διαθέτουμε τα καλύτερα στούντιο της Ευρώπης, γιατί δεν κάνουμε τηλεόραση;», μόνο για να πάρει τη μονοκόμματη απάντηση του πεισμωμένου Φίνου: «Επειδή εγώ δεν κάνω τηλεόραση».
H αυλαία της ήδη χρεοκοπημένης Φίνος Φιλμ θα πέσει οριστικά τη σεζόν 1976-1977 με την ταινία «O κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται». Είναι το τέλος της Φίνος και μαζί της το τέλος της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του Φίνου, μιας πορείας που ταυτίστηκε με τα έργα και τις ημέρες του ελληνικού σινεμά.
Τελευταία πράξη
Φιλοποίμην Φίνος χτυπήθηκε από την επάρατο το 1969 και η μόνη του γιατρειά ήταν ο κινηματογράφος. Μετά το λουκέτο της Φίνος λοιπόν, η μόνη του παρηγοριά σταμάτησε να υφίσταται, ο μεγάλος παραγωγός αφήνει την τελευταία του πνοή στις 26 Iανουαρίου 1977, αφού το αποκλειστικό του «φάρμακο», η αδιάκοπη μέριμνα για δημιουργία, έσβησε σιγά-σιγά σαν το παλιό ελληνικό σινεμά.
Στην προσωπική του ζωή, ήταν παντρεμένος από το 1935 με τον μεγάλο του έρωτα, την Τζέλλα Βανάκου (Φίνου), στο πλευρό της οποίας πέρασε όλη του τη ζωή. Το ζευγάρι δεν απέκτησε ποτέ παιδιά.
Η ανιψιά της Tζέλλας, Mαρικαίτη Kαμβασινού, ανακαλεί στο βιβλίο της «Φίνος Φιλμ» για τον χαρακτήρα του παραγωγού: «Στον έξω κόσμο ήταν ένας βαρύς, μονοκόμματος άνθρωπος που σπάνια γελούσε. Γι’ αυτό και όλοι τρέμανε στις δοκιμαστικές προβολές. Φυσικά, είχε και στιγμές πολύ τρυφερές. Και μέσα από αυτές τις στιγμές ενέπνεε το πάθος του σε όλους τους συντελεστές εκείνων των ταινιών».
Πάντα σοβαρός και μετρημένος, ο Φίνος κέρδισε δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (ως παραγωγός), για την «Ηλέκτρα» (1962) του Μιχάλη Κακογιάννη και «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» (1965) του Βασίλη Γεωργιάδη.
Επίσης, απέσπασε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την «Ηλέκτρα», αλλά και το βραβείο καλύτερης παραγωγής τόσο το 1967 («Πυρετός στην άσφαλτο» του Ντίνου Δημόπουλου) και το 1970 («Αστραπόγιαννος» του Νίκου Τζήμα).
Για τη διαβόητη τελειομανία και το πάθος του με την παραγωγή, η Αλίκη Βουγιουκλάκη είχε σημειώσει «Παρακολουθούσαμε το “Κλωτσοσκούφι” σε δοκιμαστική προβολή. Ήταν λίγες ημέρες πριν αρχίσει να προβάλετε στους κινηματογράφους. Κάποια στιγμή, ο Φίνος σηκώνεται όρθιος, ζητά να ανάψουν τα φώτα και ανακοινώνει απογοητευμένος ότι η ταινία πρέπει να ξαναγυριστεί, αλλάζοντας πολλά πράγματα και πρωταγωνιστή. Δουλειά τριών μηνών στα σκουπίδια. Αυτός ήταν ο Φίνος».
Ο οποίος αρνήθηκε μάλιστα να κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ ως παραγωγός λέγοντας «όχι» στη Metro Goldwyn Mayer στην πρόταση που του έκανε τον Σεπτέμβριο του 1962 να αναλάβει τεχνικός διευθυντής «Στο Xόλιγουντ δεν θα με άφηναν να σκαλίζω τις κάμερες με το κατσαβίδι μου» έλεγε χαριτολογώντας, όλοι όμως ήξεραν ότι αρνήθηκε γιατί λάτρευε την Ελλάδα και το ελληνικό σινεμά. «Εκεί κάνουν σινεμά με το μυαλό, εδώ κάνουμε με την καρδιά» κατέληγε.
Οι δημιουργίες του πρωτοπόρου και οραματιστή, που μας χάρισε περισσότερες από 180 ταινίες και έβαλε το ελληνικό σινεμά στο αυλάκι, γνωρίζουν σήμερα μια δεύτερη ζωή μέσα από το μέσο που τόσο μίσησε και αντιστρατεύτηκε: την τηλεόραση…
Πηγή: newsbeast.gr
Comments