Το τζούκμποξ είναι ταυτισμένο στο λαϊκό υποσυνείδητο με την έκρηξη του Rock ‘n’ Roll και στη χώρα μας με τους λαϊκούς καημούς της δεκαετίας του ’50 και του ‘60.

Το Jukebox είναι ένα ημιαυτόματο μηχάνημα αναπαραγωγής μουσικής. Πήρε τ’ όνομά του από τη λέξη jook ή juke, που στην αφροαμερικάνικη αργκό σημαίνει χορός, πανδαιμόνιο, και τη λέξη box, που σημαίνει κουτί.

 

Δημιουργός του ήταν ο Λούις Γκλας, ένα τοπικό στέλεχος της General Electric. Μέσα σε ξύλινο κουτί τοποθέτησε ένα φωνογράφο Έντισον με 4 ακουστικούς σωλήνες και μία υποδοχή για νομίσματα. Ο καθένας με 5 σεντς μπορούσε να ακούσει το αγαπημένο του τραγούδι.

Το πρώτο τζουκ-μποξ τοποθετήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1889 σ’ ένα σαλούν του Σαν Φρανσίσκο, εντυπωσιάζοντας τους θαμώνες του. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι κύλινδροι αντικαθίστανται από πλάκες γραμμοφώνου και αργότερα με δίσκους 45 στροφών. Το 1927 γίνεται ηλεκτρικό.

Το τζουκ-μποξ γνώρισε μεγάλη άνθηση στις ΗΠΑ την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης και της Μεγάλης Ύφεσης τη δεκαετία του ‘30. Το συναντάμε σε εστιατόρια, μπαρ (νόμιμα και παράνομα) και κλαμπ, όπου ο κόσμος μπορούσε να ακούσει τις αγαπημένες του επιτυχίες, να χορέψει και να ξοδέψει.

Tα μεταγενέστερα μοντέλα απαιτούσαν περισσότερο χώρο για τον αυξανόμενο αριθμό δίσκων, μειώνοντας τον χώρο για τη διακόσμηση. Αυτό οφείλεται μερικώς στη βελτιωμένη τεχνολογία αποθήκευσης και αποστολής δίσκων και μερικώς στη μετάβαση από τους δίσκους 78 στροφών σε αυτούς των 45 στροφών, που ήταν πιο μικροί.
Τα Jukebox της εποχής του 1940 αποκαλούνται jukebox της Χρυσής εποχής, λόγω της χρήσης του κίτρινου πλαστικού, ενώ αυτά της δεκαετίας του ’50 αποκαλούνται ως της Αργυρής εποχής, λόγω της δεσπόζουσας χρήσης χρωμίου.
Στις μέρες μας, το τζουκ-μποξ είναι συλλεκτικό αντικείμενο, ιδιαίτερα τα Βούρλιτζερ, που είναι αληθινά έργα τέχνης. Στην αγορά κυκλοφορούν τζουκ μποξ, που παίζουν CD, ακόμη και MP3.