Έτσι χάραξε τη μουσική του 20ου αιώνα με πάνω από 10.000 όργανα σε κυκλοφορία τότε και με στρατιές «σταμπαδόρων», «εργολάβων κυτίων», «καρφωτών», «μπαλκονάδων». Για κάθε όργανο 800 περίπου ώρες δουλειάς, για κάθε κύλινδρο 7000 καρφιά για τα 9 τραγούδια.
Γνωρίζουμε ότι από το 1650 και μετά υπήρχε κατασκευαστικός οργασμός σε ένα κόσμο μουσικών μηχανών που ξεπερνούσε κάθε φαντασία: μηχανικά πουλιά σε κλουβιά που κελαηδούσαν με καταπληκτική ζωντάνια και ήχους, μουσικοί – μηχανές που με πολύπλοκους μοχλούς κουνούσαν τα δάχτυλά τους επάνω σε τσέμπαλα, ρολόγια που με συνοδεία μουσικής από κυλίνδρους και χτένες έβγαζαν ολόκληρη παράσταση χορευτών πάνω από τους δείκτες τους, μηχανικοί μάγοι που έριχναν τα ζάρια ή τα χαρτιά σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής, μουσικά ποτήρια που συνόδευαν τον πότη με μουσική κάθε φορά που σήκωνε το ποτήρι.
Όλη αυτή η γοητευτική και πλούσια σε ιδέες εποχή καταστάλαξε σε τρία κυρίως κατασκευάσματα από τρεις διαφορετικές περιοχές της Ευρώπης, τα οποία πλέον είχαν σκοπό να μεταφέρουν τη μουσική μακριά από τους ευγενείς και τους αυτοκράτορες, στις πλατιές μάζες και τον πολύ κόσμο: αυτό έγινε στις αρχές του 1800 με το οργανέτο (barrel organ) στο Μαύρο δάσος της Βαυαρίας, με το μουσικό κουτί (music box) στα ορεινά χωριά της Ελβετίας και με τη γνωστή λατέρνα (barrel piano) στην Αγγλία.
Και τα τρία αυτά είδη χρησιμοποιούσαν την τεχνολογία του κυλίνδρου με καρφιά, όπου κάθε καρφί ήταν μια νότα.
Η διαφορά τους όμως ήταν στο τρόπο αναπαραγωγής του ήχου:
– Αρμόνιο για το οργανέτο
– Μεταλλική χτένα για το μουσικό κουτί
– Πιάνο για τη λατέρνα
Κυκλοφόρησε στο Βέλγιο, στη Γαλλία, Βόρεια Ιταλία και στις Ανατολικές Πολιτείες της Αμερικής.
Η ελληνική λατέρνα
Η λατέρνα εξαπλώθηκε γρήγορα στα σοκάκια, σε ταβέρνες, πανηγύρια και σπίτια και γράφτηκαν Σμυρναίικα, δημοτικά, ρεμπέτικα, κανταδόρικα, Εθνικά εμβατήρια, ακόμη και πόλκες, μαζούρκες, βαλσάκια και ταγκό, πολλά από τα οποία είναι ανέκδοτα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του αιώνα υπήρχαν γύρω στις 5000 λατέρνες στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα και Πειραιά ένας αριθμός εντυπωσιακός, γιατί σε σχέση με τον τότε πληθυσμό είχε την ίδια πυκνότητα ανά κάτοικο που έχουν σήμερα τα πιάνα.
Παρόλο που δεν είναι παραδοσιακό Ελληνικό όργανο, πρέπει να δοθεί ιστορικό δίκαιο στη λατέρνα: Μεσουράνησε σε μια εποχή που δεν υπήρχε γραμμόφωνο, ραδιόφωνο, στερεοφωνικό, τηλεόραση κυριολεκτικά τίποτα.
Ο κόσμος μπορούσε να ακούσει μουσική μόνο σε κέντρα, γάμους και πανηγύρια.
Η μόνη εναλλακτική λύση ήταν η λατέρνα, το μαζικό μέσο μουσικής, με την οποία ο κόσμος ψυχαγωγήθηκε, χόρεψε, διασκέδασε, τόνωσε την Εθνική του συνείδηση, “άκουσε”.
Η τεράστια επιτυχία της λατέρνας οφειλόταν σε 2-3 «Φράγκους» Κωνσταντινουπολίτες, τον Τουρκόνι, τον Καρμέλλο και τον Αρμάο, που το 1855 έκαναν ένα δυνατό ξεκίνημα, οργανώνοντας μια γραμμή παραγωγής Ευρωπαϊκού προτύπου και συνθέτοντας και γράφοντας αξιόλογη μουσική.
Ήταν μια σωστή επιλογή τεχνικά και χρονικά, διότι το όργανο ήταν φορητό, δυνατό σε ένταση, πλούσιο ηχητικά σαν μια μικρή ορχήστρα και δε χρειαζόταν βιομηχανική υποδομή για την κατασκευή του. Κυκλοφόρησαν λατέρνες από 33 έως 42 “πλήκτρα” και πλήθυναν τα εργαστήρια, οι βιοτεχνίες και οι μαθητές.
Υπήρχαν δύο ομάδες ειδικοτήτων: οι πρώτοι – οι “Οργανοποιοί”- κατασκεύαζαν το όργανο και οι δεύτεροι – οι “Σταμπαδόροι”- έκαναν τα τραγούδια.
Γνωστά ονόματα: Τουρκόνι, Αρμάο, Γεωργίου, Καρμέλλο, Μπρίντιζι, Τριπολιτσιώτης, Πολύκαρπος, Παπανδρέου, Ντικράν, Αλή Μπέη, Ευθυμίου, Φωτίου,…άνθρωποι που είχαν τεράστια δόξα και αίγλη στην κοινωνία τους.
Όταν κάποιος ασχοληθεί με την κατασκευή και τη στάμπα της λατέρνας αρχίζει σιγά-σιγά να ανακαλύπτει τη μεγαλοφυΐα, το ταλέντο, το μεράκι, την αυτοθυσία αυτών των ανθρώπων που σε εποχές που δεν είχαν ούτε βίδες (τις έφτιαχναν μόνοι τους από καρφιά) μεγαλούργησαν.
Μέσα σε ένα αυταρχικό καθεστώς εργασίας με ανύπαρκτη πληροφόρηση, έφτιαξαν ακριβέστατα όργανα που ακόμη και για εμάς σήμερα είναι μια πολύ μεγάλη πρόκληση.
Η λατέρνα από το ‘40 μέχρι σήμερα
Οι τελευταίες στάμπες από τον Αρμάο (εγγονό του πρώτου Αρμάο) τη δεκαετία του 1970 και από τον Τσιώνη μέχρι πρόσφατα. Από τον Ιανουάριο του 1995 κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου καινούργιες λατέρνες, συνοδευόμενες από καινούργιους κυλίνδρους, στο εργαστήριο του Πάνου Ιωαννίδη.
Γίνεται προσπάθεια για βελτίωση ακουστική, τεχνική και αισθητική του οργάνου και παράλληλα ξεκίνησε μια καμπάνια για καταγραφή και ηχογράφηση όσων παλιών κυλίνδρων έχουν μείνει με σκοπό την επανέκδοση σε CD που αποτελούν μοναδική πολιτιστική κληρονομιά.
Τέλος, γίνεται έρευνα για περισσότερα στοιχεία και προσπάθεια για δημιουργία μικρού μουσείου.
Ο πρώτος καινούργιος κύλινδρος για να αποκρυπτογραφηθεί, να σπάσει ο κώδικας των παλιών Σταμπαδόρων και να τελειοποιηθεί χρειάσθηκε πάνω από 5000 ώρες δουλειάς. Δεν υπήρχαν αρχεία, παρτιτούρες, εργαλεία, μήτρες, οδηγίες… τίποτα. Για τα 9 τραγούδια του καρφώθηκαν 7000 καρφιά.
Μπορούμε, λοιπόν, δίκαια να τη θεωρούμε σε ένα μεγάλο βαθμό και σαν ελληνικό παραδοσιακό όργανο, με πολύ έντονα ρυθμικό χαρακτήρα , που ταιριάζει απόλυτα με χορό και τραγούδι και προβάλει τέλεια τον λιτό, αφαιρετικό και τόσο ώριμο χαρακτήρα της ελληνικής μουσικής παράδοσης.
Comments