Ο αξέχαστος μεγαλομπακάλης «Της κακομοίρας»
Ο τραπεζικός υπάλληλος που παράτησε την καλοπληρωμένη δουλειά του,
για να γίνει θεατρίνος..
Ένα σωστό πολυεργαλείο του ελληνικού κινηματογράφου ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και άλλα πολλά (ακόμα και φροντιστής), ο Κώστας Δούκας έμελλε να σφραγιστεί στη συνείδηση του κοινού από εκείνον τον αξιομνημόνευτο ρόλο του μπακαλόγατου Παντελή στην εμβληματική κωμωδία «Της κακομοίρας» (1963)
Οι απολαυστικοί αυτοσχεδιασμοί και τα γλωσσικά παιχνίδια με τον φοβερό Κώστα Χατζηχρήστο γέννησαν ένα κωμικό φαινόμενο του εμπορικού μας κινηματογράφου. Η ταινία καθιέρωσε αμφότερους τους πρωταγωνιστές, οι οποίοι ξανασυνεργάστηκαν εξάλλου τα επόμενα χρόνια, και έδειξε στον Κώστα Ασλανίδη (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) ότι το ρίσκο που είχε πάρει να αφήσει τη θέση του στην Τράπεζα Αθηνών για να ανέβει στο σανίδι, ήταν απόλυτα δικαιολογημένο.
Με τη χαρακτηριστική τραχιά συμπεριφορά του, ο Σμυρνιός Δούκας θα γινόταν ένας από τους απολαυστικότερους «μπαρμπάδες» του ελληνικού σινεμά στη χρυσή εποχή του, όντας αναπόσπαστο μέλος της μεγάλης εκείνης παρέας που έκανε για χρόνια το κοινό να ξεκαρδίζεται στα γέλια ή να κλαίει γοερά.
Το εύσωμο αφεντικό του Ζήκου χάρισε κλασικές ατάκες, ποιος δεν θυμάται το «κάτι ψαρούκλες» «Μην είδατε τον Παναή», μας έκανε να δακρύσουμε στα γέλια και άφησε παρακαταθήκη τους ρόλους του σε μια σειρά κλασικών ταινίων, όπως «Ο γαμπρός μου ο δικηγόρος», «Ο κύριος πτέραρχος», «Τα 201 καναρίνια», «Έξω φτώχεια και καλή καρδιά», «Ο Γιάννης τα ’κανε θάλασσα» και άλλες πολλές.
Σπουδαγμένος στην Εμπορική Σχολή, δικαιώθηκε στην παρόρμηση του να αφήσει μια σίγουρη δουλειά για χάρη της showbiz και με το παραπάνω. Γιατί πέρα από την υποκριτική του καριέρα σε σανίδι και πανί, στο τέλος κατέληξε άνθρωπος ορχήστρα για το σινεμά, σκηνοθετώντας ταινίες, γράφοντας σενάρια, οργανώνοντας και διευθύνοντας παραγωγές και πιάνοντας όλα λίγο πολύ τα πόστα του κινηματογράφου. Με την αξέχαστη στεντόρεια φωνή του και τους κοφτούς του τρόπους, ο Κώστας Δούκας ήταν πάντα πολλά περισσότερα από τον καταπληκτικό μπακάλη του.
Ο Κώστας Δούκας γεννιέται το 1895 στη Σμύρνη ως Κωνσταντίνος Ασλανίδης.
Για το οικογενειακό του πλαίσιο δεν είναι τίποτα γνωστό, ξέρουμε όμως πως ήρθε στην Αθήνα το 1921, όπου και τέλειωσε την Εμπορική Σχολή.
Μετά έπιασε δουλειά στην Τράπεζα Αθηνών, όταν και κόλλησε το μικρόβιο της υποκριτικής. Στα τριάντα του πια, αφήνει τη βολή της τράπεζας για να βρεθεί σε θεατρικό μπουλούκι να ερμηνεύει τον Κίτσο στην «Γκόλφω», οργώνοντας την ελληνική επικράτεια.
Το 1924 θα τον ανακαλύψει ο βωβός ελληνικός κινηματογράφος, καθώς το ταλέντο του ξεχείλιζε. Ο Δούκας θα παίξει στο βωβό φιλμ «Ο Γάμος της Κοντσέτας και του Μιχαήλ» του Λυκούργου Καλαποθάκη, μια κωμωδία μικρού μήκους με πρωταγωνιστή τον δημοφιλή τότε ηθοποιό Μιχαήλ Μιχαήλ.
Η καριέρα του ωστόσο θα ξεκινήσει, όπως και τόσων ακόμα, μεταπολεμικά.
Τον Κώστα Δούκα θα τον ξαναβρούμε το 1943 ως μέλος της θρυλικής παράστασης «Ακουαρέλλες», που ανέβασε ο Βασίλης Αργυρόπουλος στο θέατρο «Λυρικόν» σε κείμενα του Ασημάκη Γιαλαμά. Εκεί τραγουδά τζαζ δημιουργίες η Ρένα Βλαχοπούλου.
Η θεατρική του καριέρα θα απογειωθεί μεταπολεμικά και θα γίνει ένα από τα αστέρια της αθηναϊκής σκηνής. Πολλές οι ανεπανάληπτες θεατρικές του επιτυχίες όπως οι παραστάσεις «Οι φοιτηταί» (1949), «Πάμε πρίμα» (1950), «Σκάνδαλα γυναικών» (1951), «Το τραγούδι της Αθήνας» (1954), «Ομόνοια πλας» (1955) και «Σκάνδαλα και κομπίνες» (1961).
Στον κινηματογράφο θα επανέλθει το 1947, στη δραματική ταινία του Σακελλάριου «Μαρίνα», πλαισιώνοντας ιδανικά τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τον Δημήτρη Μυράτ και τη Στέλλα Γκρέκα. Μέχρι το 1965 και τον τελευταίο του ρόλο στο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» ο Δούκας θα προλάβει να γυρίσει καμιά τριανταριά ταινίες και να γίνει αναπόσπαστο μέλος της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά.
Μετά τη «Μαρίνα», ακολουθεί η «Λύκαινα» το 1951 και η «Μαύρη Γη» το 1952, αν και η πρώτη μεγάλη προσωπική του επιτυχία θα έρθει το 1957, στον «Φανούρη και το σόι του», πλαισιώνοντας ιδανικά τον Μίμη Φωτόπουλο.
Το 1960 θα έρθει η πρώτη συνεργασία του με τον Χατζηχρήστο στο «Ο Θύμιος τα ’χει 400» και η χημεία τους είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Αφού περάσει και από μια σειρά κλασικών ελληνικών ταινιών της εποχής, όπως τα φιλμ «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Τα κίτρινα γάντια» (1960), «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1962), «Ο γαμπρός μου ο δικηγόρος» (1962), «Ο άντρας της γυναίκας μου» (1962), «Μην είδατε τον Παναή» (1962), «Ο κύριος πτέραρχος» (1963), «Οι κατεργάρηδες» (1963) κ.λπ. έρχεται η μεγάλη του στιγμή.
Χατζηχρήστος και Δούκας μας κάνουν ακόμα να ξεκαρδιζόμαστε στο «Της κακομοίρας» (1963), μια ταινία βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό των Χρήστου και Γιώργου Γιαννακόπουλου, αν και βρίθει αυτοσχεδιασμών και λεκτικών παιχνιδιών εκτός σεναρίου. Η απλούστατη, υποτυπώδης και σχεδόν σχηματική πλοκή μετατρέπεται στα χέρια του αξέχαστου διδύμου σε κωμικό φαινόμενο γεμάτο ιδιαιτερότητες και πρωτοτυπίες.
Ο Δούκας πια στα 68 του, ερμηνεύει τον ρόλο της ζωής του, τον ηλικιωμένο παντοπώλη κυρ Παντελή που νομίζει ότι με τα λεφτά του μπορεί να αγοράσει τα πάντα και τους πάντες. Αν πρέπει να σταθούμε σε μια ακόμα χαρακτηριστική του στιγμή στο ελληνικό σινεμά, αυτή θα ήταν αναμφίβολα στον «Τρελάρα» (1963), ο Ολυμπιακός Κώστας Δούκας συναντιέται για πρώτη φορά με τον Παναθηναϊκό Θανάση Βέγγο ως μέλλοντας πεθερός του στις κερκίδες της «Λεωφόρου». Τα υπόλοιπα επί της οθόνης.
Στην πλούσια δράση του στο ελληνικό σινεμά περιλαμβάνονται και οι πέντε ταινίες που σκηνοθέτησε: «Οι 900 της Μαρίνας» (1960), «Δέσπω» (1962), «Για την αγάπη του παιδιού μας» (1963), «Τ’ αδέλφια μου» (1966) και «Συντρίμμια τα όνειρά μας». Αλλά και τα πέντε σενάρια που υπέγραψε στα παραπάνω φιλμ (πλην της ταινίας «Οι 900 της Μαρίνας»), με τελευταία του σεναριακή δουλειά το «Θα κάνω πέτρα την καρδιά μου» (1968), που βγήκε στις αίθουσες έναν χρόνο μετά τον θάνατό του.
Και επειδή ο Κώστας Δούκας ήταν προπάντων ένας πραγματικός κινηματογραφάνθρωπος, αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά ακόμα πόστα που κράτησε στα πλατό. Ως βοηθός σκηνοθέτη, για παράδειγμα δούλεψε στις ταινίες «Δελησταύρου και υιός» (1957), «3 τρελλοί ντετέκτιβς» (1957), «Η κυρά μας η μαμμή» (1958), «Ο τζίτζικας και ο μέρμηγκας» (1958) και «Οι κληρονόμοι του Καραμπουμπούνα» (1959).
Τη διεύθυνση παραγωγής υπέγραψε στους «Κληρονόμους του Καραμπουμπούνα» αλλά και στην «Αγιούπα, το κορίτσι του κάμπου» (1957), ενώ ως φροντιστής δούλεψε στα φιλμ «Το ξυπόλυτο τάγμα» (1953) και «4 νύφες, 1 γαμπρός» (1958).
Ο Κώστας Δούκας έφυγε από τη ζωή το 1967, στα 72 του χρόνια, έχοντας διαγράψει τη δική του πορεία στο ελληνικό θέαμα ως μια αυθεντικά λαϊκή μορφή μιας εποχής που θυμόμαστε με νοσταλγία.
Πηγή: newsbeast.gr
Comments