Όσοι παρακολουθούν τις παλιές ελληνικές ταινίες που προβάλλονται συχνότατα στην τηλεόραση, σίγουρα έχουν προσέξει έναν καλό ηθοποιό που εμφανίζεται στις περισσότερες απ’ αυτές, τον Νίκο Φέρμα.
Είναι ένας θαυμάσιος τυπίστας που αποδίδει αριστοτεχνικά χαρακτηριστικούς ρόλους ανθρώπων του υπόκοσμου, διευθυντές υπόπτων κέντρων, νταήδες, κομπιναδόρους ή και απλούς λαϊκούς τύπους όπως παλιατζήδες, μανάβηδες κ.α.. Σ’ αυτά τα περιθωριακά πρόσωπα, τους ανθρώπους της πιάτσας, ο Φέρμας με το καλλιτεχνικό του ένστικτο δίνει ζωντάνια και πειστικότητα.
Κατά την εποχή που ο ελληνικός κινηματογράφος βρισκόταν στις δόξες του και η μια ταινία διαδεχόταν την άλλη, ο Φέρμας ήταν περιζήτητος απ’ τους παραγωγούς και τους σκηνοθέτες κι έχει παίξει σημαντικούς ρόλους πλάι σε μεγάλες φίρμες του θεάτρου και του κινηματογράφου, όπως τον Χορν, την Λαμπέτη, τον Κωνσταντάρα, τη Βουγιουκλάκη, την Καρέζη, τη Σμαρούλα Γιούλη, τον Αυλωνίτη, τον Χατζηχρήστο, τον Φωτόπουλο και άλλους πρωταγωνιστές μας.
Αυτός λοιπόν ο καλός ηθοποιός της σκηνής και της οθόνης ο Νίκος Φέρμας, είναι Μοριανός. Αν διασώζονται στα γραφεία της Κοινότητας Μόριας τα παλιά μητρώα Αρρένων, σίγουρα θα τον βρούμε γραμμένο στα 1905 ή 1906. Όχι φυσικά σαν Φέρμα. Το επίθετο αυτό είναι ψευδώνυμο καλλιτεχνικό και θα δούμε στη συνέχεια ποιός ήταν νονός του. Το πραγματικό του επώνυμο είναι Χατζηανδρέου. Ο πατέρας του, όπως έχω συμπεράνει απ’ τις κουβέντες που κάναμε κατά την πολύχρονη φιλία μας, ήταν ένας φτωχός αγρότης, μεροκαματιάρης. Όλη η περιουσία του ήταν ένα κτηματάκι με λίγα λιόδεντρα. Πέθανε όταν ο μονάκριβος γιος του ήταν σε μικρή ηλικία, τριών – τεσσάρων χρόνων.
Η χήρα του για να τα βγάλει πέρα, εγκατέλειψε το χωριό κι εγκαταστάθηκε με το παιδί της στη Μυτιλήνη, όπου άρχισε να εργάζεται σαν οικιακή βοηθός σε διάφορα πλουσιόσπιτα. Για αρκετά χρόνια εργάστηκε μόνιμα σαν ένα είδος οικονόμου, στο αρχοντικό του Πιττακού Ευστρατίου στη Σουράδα, που ήταν διευθυντής του υποκαταστήματος της «Τράπεζας Αθηνών».
Με τον Νίκο γνωριστήκαμε στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Δεν θυμάμαι αν το τέλειωσε. Από μικρό παιδί δεν άντεχε σε περιορισμούς, ήθελε την ανεξαρτησία του. Εγκατέλειψε λοιπόν τα μαθητικά θρανία και βγήκε ν’ αγωνιστεί στη ζωή. Για μερικά χρόνια εργάστηκε σε μαγαζιά και διάφορα γραφεία σαν παιδί για όλες τις δουλειές, ώσπου ο Πιττακός Ευστρατίου συγκινημένος απ’ τις ικεσίες της κακόμοιρης της μητέρας του, τον προσέλαβε κλητήρα στην Τράπεζα Αθηνών. Εκείνα τα χρόνια οι κλητήρες στις Τράπεζες φορούσαν ειδική στολή από ύφασμα χακί, με χρυσά κουμπιά και πηλήκιο. Κι εμείς πια καμαρώναμε τον φίλο μας κουρντισμένο, μέσα στη στολή του σαν ν’ αντικρίζαμε στρατηγό! Ίσως και να ζηλεύαμε για την άνοδό του.
Παιδιά είμαστε… Ο Νίκος ωστόσο ούτε και στην Τράπεζα δεν στέριωσε. Έπειτα από μερικούς μήνες παράτησε τις στολές και τα μεγαλεία του. Και δεν έκανε τίποτα. Τη διατροφή και το χαρτζιλίκι του είχε αναλάβει η μητέρα του που ξενοδούλευε. Τον ελάτρευε η καλή εκείνη γυναίκα τον μοναχογιό της.
Η κατάσταση αυτή με τον φίλο μας «να καααάθεται», όπως θα πει αρκετά χρόνια αργότερα ο συμπαθέστατος Φωτόπουλος, συνεχίστηκε ως τα 1923 οπότε αποκαλύφθηκε πως ο Νίκος που δεν φαινόταν ικανός για τίποτα είχε καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και ιδιαίτερη κλίση στο Θέατρο. Το ταλέντο του διαισθάνθηκε ένας παλιός εκλεκτός ηθοποιός, ο Δημήτριος Βερώνης, αδελφός της μεγάλης πρωταγωνίστριας Αικατερίνης Βερώνη – Γεννάδη που με τη Μικρασιαπκή καταστροφή βρέθηκε στη Μυτιλήνη με τη γυναίκα του, την αδελφή του Σμαράγδα και τα δυο κοριτσάκια του, τη Σοφία και την Καίτη. (Τα κοριτσάκια αυτά λίγα χρόνια αργότερα αφού διέπρεψαν αρχικά σαν «Βερωνάκια», εξελίχτηκαν σε εκλεκτές πρωταγωνίστριες που ελάμπρυναν τη μουσική μας σκηνή).
Ο Βερώνης για να τα φέρει βόλτα κατά τη δύσκολη εκείνη εποχή, άρχισε να δίνει παραστάσεις στρατολογώντας διάφορους ερασιτέχνες που είχαν το ψώνιο του θεάτρου. Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο φίλος μας. Παλιά καραμπίνα του θεάτρου ο θιασάρχης, διέβλεψε πως ο νέος αυτός κάτι μπορούσε να κάνει στο θέατρο. Η πρώτη του δουλειά ωστόσο ήταν να του αλλάξει το όνομα.
— Πώς σε λένε; τον ρώτησε
— Νίκο Χατζηανδρέου.
— Νίκο Χατζηανδρέου; έκανε ο Βερώνης. Αυτό το όνομα παιδί μου, είναι ακατάλληλο για το θέατρο. Θα το αλλάξουμε. Κι αφού σκέφτηκε λίγο, αποφάνθηκε.
— Θα λέγεσαι Φέρμας. Νίκος Φέρμας. Σ’ αρέσει;
Ο Νίκος, με την αδιαφορία που τον διέκρινε για τα πάντα, δεν έφερε αντίρρηση. Και πήρε το ψευδώνυμο με το οποίο καθιερώθηκε στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Αλλά η μετονομασία αυτή είχε και μίαν άλλη… ευεργετική συνέπεια για το φίλο μας. Δεν στρατεύτηκε! Έμεινε ανυπότακτος σ’ όλη του τη ζωή. Οι στρατολογικές αρχές αναζητούσαν στη Μυτιλήνη τον Χατζηανδρέου για να εκπληρώσει τις υπηρεσίες του προς την Πατρίδα. Αυτός όμως ζούσε στην Αθήνα ως Φέρμας. Δεν τον βρήκαν ποτέ.
Ο αυτοσχέδιος θίασος Βερώνη έδωσε αρκετές παραστάσεις στη Μυτιλήνη και στα χωριά κι όπως συμβαίνει κατά κανόνα στις επιχειρήσεις αυτές, διαλύθηκε. Ο Φέρμας όμως, παίζοντας διάφορους ρόλους στη «Γκόλφω» του Περεσιάδη, τον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας» του Κορομηλά, τις «Δυο ορφανές» του Ντ’ Εννερύ και άλλα δακρύβρεκτα έργα του ρεπερτορίου, είχε πάρει τον αέρα της σκηνής. Και μόλις διαλύθηκε ο θίασος, έφυγε για την Αθήνα αναζητώντας ευρύτερους καλλιτεχνικούς ορίζοντες. Οι φίλοι του τον κλαίγαμε. Σκεπτόμαστε πως ήταν αδύνατον να επιβιώσει στους αθηναϊκούς θιάσους με τα τρανταχτά ονόματα. Ούτε για κομπάρσο δεν θα τον έπαιρναν. Πέσαμε έξω στις απαισιόδοξες προβλέψεις μας. Όταν το καλοκαίρι του 1925 ήλθα για πρώτη φορά στην Αθήνα, βρήκα τον Φέρμα, πού νομίζετε; Στο περίφημο «Θέατρο Τέχνης» που είχε ιδρύσει τότε ο Σπύρος Μελάς.
Ήταν ένας σοβαρός θεατρικός οργανισμός που τον είχαν ενισχύσει οικονομικά ενθουσιώδεις λάτρεις του θεάτρου. Πρώτος ανάμεσα σ’ αυτούς ο διαπρεπής δημοσιογράφος Δημήτρης Λαμπράκης, εκδότης της μεγάλης εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα», ο οποίος προσέφερε για το σκοπό αυτό, 120.000 δραχμές, ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη. Κι άλλοι εύποροι φιλότεχνοι προσέφεραν μικρότερα ποσά. Έτσι νοικιάστηκε το θέατρο «Αθήναιον», αντίκρυ στο Μουσείο, κι άρχισε εντατική δουλειά. Ο δαιμόνιος Μελάς με τους συνεργάτες του, τον ζωγράφο Περικλή Βυζάντιο που έκανε τις σκηνογραφίες και τον ενδυματολόγο Αντώνη Φωκά, έδωσε αξέχαστες παραστάσεις. Η έναρξη έγινε με την τραγωδία του Αισχύλου «Επτά επί Θήβας» και ακολούθησαν «Το δίλημμα του γιατρού» του πρωτοεμφανιζόμενου στην Ελλάδα Μπέρναρ Σω, το «Έξη πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Λουίτζι Πιραντέλλο όπου έλαβε μέρος και σαν ηθοποιός ο Μελάς, κι άλλα έργα ποιότητας.
Στο θίασο μετείχαν η αξέχαστη Ελένη Παπαδάκη που έκανε τότε τις πρώτες εμφανίσεις της στο θέατρο, η Αντιγόνη Μεταξά, η μετέπειτα γνωστότατη «Θεία Λένα», η Γαλανού, ο Ηλίας Δεστούνης, ο Κώστας Κροντηράς, κι άλλοι γνωστοί ηθοποιοί. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ο Φέρμας. Αυτός κι ο Περικλής Χριστοφορίδης ήταν τα νεότερα μέλη του θιάσου. Φυσικά ο Φέρμας έπαιζε ρολάκια. Αλλά σ’ έναν τέτοιο θίασο και το να λέει λίγα λόγια ήταν σημαντικό για έναν νέο ηθοποιό. Είχε πολλά να διδαχτεί.
Πολλές απ’ τις ωραίες εκείνες παραστάσεις του «Θεάτρου Τέχνης» παρακολούθησα δωρεάν. Ο Φέρμας, με τα μέσα που διέθετε κατάφερνε, συνεννοούμενος με τον θυρωρό, να με βάζει στο θέατρο δίχως εισιτήριο. Και τον καμάρωνα τον φίλο μου να λέει τα λίγα λόγια του στη σκηνή, ανάμεσα σε τόσο διαλεχτούς ηθοποιούς.
Την εποχή εκείνη του μποεμισμού ήταν της μόδας οι λογοτεχνικές συντροφιές που τις αποτελούσαν νέοι πεζογράφοι και ποιητές καθώς και ηθοποιοί. Σε μια τέτοια συντροφιά μετείχε ο Φέρμας. Η καλλιτεχνική εκείνη παρέα συγκεντρωνόταν σ’ ένα ιδιόρρυθμο αλλά και αρκετά ύποπτο κέντρο – διέθετε και ιδιαίτερα δωμάτια για ζευγαράκια – στο Μετς, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Δεν νομίζω πως υπάρχει το κέντρο αυτό σήμερα.
Οι συζητήσεις επάνω σε διάφορα φιλολογικά και καλλιτεχνικά θέματα, κρατούσαν όλη τη νύχτα, ως το πρωί. Κυριαρχούσα μορφή ήταν ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης. Είχε τον πρώτο λόγο κι όλοι οι άλλοι τον άκουγαν με προσοχή. Κι αυτοί οι άλλοι ήταν, όσο θυμάμαι ο ποιητής Κωστής Βελμύρας με το μονόκλ του, ο θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Μπόγρης που ήταν γνωστός από το επιτυχημένο έργο του «Τ’αρραβωνιάσματα», ο Χρίστος Γερογιάννης, ο δημοσιογράφος Χαρίλαος Παπαντωνίου αδελφός του Ζαχαρία, οι νέοι ηθοποιοί Ανδρέας Παντόπουλος δυναμικό ταλέντο, Τίμος Βιτσιώρης ένας πολύ καλλιεργημένος καλλιτέχνης που παρουσίασε αργότερα και θαυμάσια ποιήματα, ο πνευματώδης Γιάννης Σπαρίδης και άλλοι.
Σ’ αυτή τη συντροφιά κατάφερε να μπάσει κι εμένα ο Φέρμας σαν ακροατή. Κάποιο βράδυ είχα την έμπνευση να δώσω στο Φέρμα να διαβάσει ένα ποίημα που είχα γράψει λέγοντας, όχι βέβαια πως είναι δικό μου αλλά κάποιου γνωστού μου. Ο Λαπαθιώτης το γλέντησε! Όταν ο Φέρμας διάβαζε ένα στίχο, έβρισκε προκαταβολικά τη ρίμα που ακολουθούσε. Και δεν έπεσε έξω σε καμιά. Τόσο κοινές, φτηνές ήταν οι ρίμες μου που εγώ τις είχα περί πολλού. Ευτυχώς ο Φέρμας δε με αποκάλυψε. Έπειτα από το κάζο αυτό, έκανα πολλά χρόνια να ξαναγράψω στίχους που εδώ που τα λέμε, δεν ήσαν και πολύ καλύτεροι από εκείνους που γλέντησε ο Λαπαθιώτης.
‘Οταν έληξε η καλοκαιρινή σαιζόν του 1925, το «Θέατρο Τέχνης» του Μελά, παρά τις επιτυχίες του, αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία του ελλείψει χειμερινής στέγης. Τα κλειστά θέατρα ήταν λιγοστά την εποχή εκείνη. Αλλά ο φίλος μας δεν το πήρε επί πόνου. Είχε μπει στη θεατρική πιάτσα κι άρχισε να παίζει όπου τύχαινε δουλειά, κυρίως με μικροθιάσους. Η Τέχνη είχε παραμεριστεί, το μεροκάματο τον ενδιέφερε περισσότερο.
Έτσι τον άφησα, πότε να δουλεύει και πότε να κάθεται, στο καφενείο «Στέμμα» της Ομόνοιας που ήταν το στέκι των ηθοποιών και επέστρεψα στη Μυτιλήνη. Τον ξαναείδα για λίγο όταν ήλθε στην πατρίδα μ’ έναν θίασο. Δεν νομίζω πως τον θυμήθηκε κανένας, οι παλιοί φίλοι της νεανικής ηλικίας είχαν σκορπίσει. Με την ευκαιρία αυτή, πήγε στη Μόρια, βρήκε στα γρήγορα κάποιον αγοραστή και ξεπούλησε όσο – όσο εκείνο το κτηματάκι με τα λίγα λιόδεντρα που του είχε αφήσει μοναδική κληρονομιά ο πατέρας του. Άλλωστε καμιάν απολαυή δεν είχε από το κτήμα αυτό. Ο συγγενής που το φρόντιζε δεν του έδωσε ποτέ ούτε δραχμή. Το πούλησε λοιπόν και ησύχασε.
Και τα χρόνια πέρασαν. Όταν στα 1936 εγκαταστάθηκα μόνιμα στην Αθήνα συνδεθήκαμε ακόμα περισσότερο με τον παιδικό μου φίλο. Δεν είχα άλλωστε και πολλούς γνωστούς στην πρωτεύουσα και επί αρκετό διάστημα είμαστε αχώριστοι. Είχε φέρει απ’ τη Μυτιλήνη τη μητέρα του, που είχε πια γεράσει και τη φρόντησε στοργικά ως το θάνατό της. Παντρεύτηκε λίγο αργότερα μια καλή κοπέλα, τη χορεύτρια Νίτσα Μπάτσικα, που του ταίριαζε απόλυτα γιατί κι αυτή ήταν μια εύθυμη και καλόκαρδη γυναίκα. Ο γάμος τους κράτησε αδιατάραχτα, πράγμα όχι και πολύ συνηθισμένο στα θεατρικά ζευγάρια.
Στο μεταξύ ο Φέρμας είχε ανέβει καλλιτεχνικά. Δεν είχε βέβαια γίνει κανένας σπουδαίος πρωταγωνιστής είχε όμως, με τη θεατρική πείρα τόσων χρόνων, αποκτήσει κάποιο όνομα. Κι αυτό ήταν σημαντικό. Οι θιασάρχες τον αναγνώριζαν και τον ζητούσαν στις δουλειές τους. Έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να εμφανιστεί με μεγάλα θεατρικά συγκροτήματα, έφθασε και στα θέατρα της λεωφόρου Αλεξάνδρας, του αθηναϊκού Μπροντγουέι. Θυμάμαι μια πολύ επιτυχημένη του εμφάνιση στο «Παρκ» με τον μεγάλο θίασο του Κώστα Χατζηχρήστου. Απέδωσε θαυμάσια το χαρακτηριστικό τύπο ενός ενεχυροδανειστή στην ωραία κωμωδία των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου, «Ο Ηλίας του 16ου». Ο Χατζηχρήστος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και επί πολλά χρόνια ο Φέρμας ήταν μόνιμο στέλεχος των θιάσων του δημοφιλούς κωμικού. Ωστόσο, ο Φέρμας έγινε ευρύτερα γνωστός από τις ταινίες που πήρε μέρος και για τις οποίες μιλήσαμε στην αρχή. Μ’ αυτές καθιερώθηκε στο Πανελλήνιο σαν ένας επιτυχημένος δημιουργός λαϊκών τύπων.
Τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις μας αραίωσαν. Παντρεύτηκα στο μεταξύ και τραβήχτηκα στη Φιλοθέη, εκείνος έμενε με την γυναίκα του στα παλιά λημέρια, γύρω στο Μεταξουργείο κι αργότερα εγκαταστάθηκε στην Ηλιούπολη. Οι δρόμοι μας χωρίστηκαν. Τον συναντούσα κατ’ αραιά διαστήματα στο μπαρ της Στοάς Χατζηχρήστου, που υπάρχει και σήμερα. Καθόμαστε για λίγο και θυμόμαστε τα παλιά. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι ο Φέρμας που αδιαφορούσε για τα πάντα, έτρεφε απεριόριστο σεβασμό για τον Δημήτρη Βερώνη, τον σπουδαίο ηθοποιό που του έδωσε τα πρώτα θεατρικά μαθήματα. Η κόρη του Βερώνη η αγαπητή μου πρωταγωνίστρια Καίτη Βερώνη – Μαυροπούλου, μου ανέφερε σε μια τηλεφωνική μας επικοινωνία, ότι στα χαρτιά του πατέρα της βρήκε ένα γράμμα που του είχε στείλει ο Φέρμας και τον ευχαριστούσε για όσα είχε κάνει γι’ αυτόν ο παλαίμαχος θιασάρχης. Το γράμμα αρχίζει με την προσφώνηση «Σεβαστέ μου διδάσκαλε» και καταλήγει: «Ασπάζομαι την χείρα σας, Νίκος Φέρμας».
Τον Αύγουστο του 1972 ο Νίκος Φέρμας πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή. Και το έχω βάρος στη συνείδησή μου γιατί δεν πληροφορήθηκα έγκαιρα το θάνατο του αγαπητού μου φίλου και δεν πήγα στην κηδεία του.
Πηγή: expresstime.gr
Comments