Ένας πληγωμένος στρατιώτης κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου, και συγκεκριμένα το 1864, βρίσκει καταφύγιο, ώσπου να αναρρώσει, σε ένα σχολείο θηλέων οικότροφων στη Βιρτζίνια, όπου τον περιθάλπουν ως ηθικό τους χρέος.

Η Σοφία Κόπολα στην ταινία αυτή μάς ταξιδεύει στο 19ο αιώνα, λίγα χρόνια αφότου ξέσπασε ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος, σκηνοθετώντας και υπογράφοντας το σενάριο της κινηματογραφικής μεταφοράς του μυθιστορήματος του Τόμας Κάλιναν, υιοθετώντας τη γυναικεία αφηγηματική ματιά.

Η ατμοσφαιρική ταινία, αφηγείται, την ιστορία ενός πληγωμένου στρατιώτη (Κόλιν Φάρελ) που, κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου, και συγκεκριμένα το 1864, βρίσκει καταφύγιο, ώσπου να αναρρώσει, σε ένα σχολείο θηλέων οικότροφων στη Βιρτζίνια. Η παρουσία του εκεί, όμως, ξυπνά στα κορίτσια και τις μοναχικές γυναίκες του σχολείου (Νικόλ Κίντμαν, Κίρστεν Ντανστ, Ελ Φάνινγκ), καταπιεσμένα ένστικτα, πάθη και ανάγκες, προκαλώντας μεταξύ τους ανταγωνισμούς και συγκρούσεις που φτάνουν ακόμα και στα άκρα.

Η Κόπολα, γεμίζει τις μηχανές της με φίλμ, χρησιμοποιεί φυσικό φωτισμό και με σύμμαχο την επιβλητική φωτογραφία του Φιλίπ λε Σουρ (The Grandmaster), φεύγει απο την παγίδα του “remake” της ταινίας του Ντόν Σίγκελ, “Προδότης” (1971), με πρωταγωνιστή τον Κλιντ Ίστγουντ και στήν ουσία ξαναμεταφέρει το ομώνυμο βιβλίο του Κάλιναν, στήν μεγάλη οθόνη.

Με την ιστορία να ανήκει στο είδος της αμερικανικής, γοτθικής λογοτεχνίας του Νότου, η Αποπλάνηση δεν είναι μαι ταινία τρόμου, αν και ο τρόμος, είναι “παρών”. Είναι μια ταινία γεμάτη ένταση και καταστροφή. Κι όλα γίνονται μεταξύ γυναικών, πράγμα που τη κάνει ακόμα πιο επιβλητικά σαγηνευτική. Χρησιμοποιώντας κατά βάση ως ηχητικό περιβάλλον εκρήξεις που ακούγονται από μακριά, υπενθυμίζει συνεχώς στον θεατή τον πόλεμο, όμως τελικά δεν καταφέρνει επαρκώς να συνδέσει την προσωπική ιστορία των γυναικών της με την εμφύλια διαμάχη.

Η Κόπολα συνεχώς παίζει με το μυαλό του θεατή, ο οποίος μέσα απο μια αρρωστημένα ερωτική ατμόσφαιρα, η οποία λειτουργεί καθηλωτικά – χωρίς ούτε μια τολμηρή σκηνή – καταδύεται στον ψυχισμό των προσώπων που δεν φοβούνται να παρουσιάσουν τις πιο σκοτεινές πλευρές τους σε κάθε βλέμμα και κάθε κινησή τους. Επίτηδες, ακόμα, απουσιάζει σχεδόν τελείως από την ταινία η μουσική. Το βασικό μουσικό μοτίβο είναι οι εκρήξεις που ακούγονται στο βάθος, αρκετά μακριά τους, αλλά και απειλητικά κοντά.

Η Κόπολα, η οποία έδωσε μεγάλη σημασία στη γλώσσα του σώματος των πρωταγωνιστών της, έχει μια Νικόλ Κίντμαν, εύθραυστη κι αυστηρή να αποτυπώνει με ένα εξαιρετικό τρόπο τις εσωτερικές συγκρούσεις της ηρωίδας της Μάρθας, ενω η επι πολλά χρόνια συνεργάτης της Κόπολα, Κίρστεν Ντανστπαραδίδει με την ερμηνεία της, μια γυναίκα ενθουσιασμένη από τη δυνατότητα να βρει τελικά την αγάπη, μόνο και μόνο για να δει αυτό το όνειρο να γλιστράει απο τα χέρια της με τον πιο τραγικό τρόπο. Το αρσενικό της παρέας, Κόλιν Φάρελ, σε μια στιβαρή ερμηνεία, πέφτει παράξενα και ανορθόδοξα, στη γλυκιά “παγίδα” της θηλυκής φύσης και απο κυνηγός γίνεται θήραμα.

Η Σοφία Κόπολα, μετά απο τις δυο τελευταίες -και μέτριες- ταινίες της (Somewhere και The Bling Ring), ξαναβρίσκει την φόρμα της με ενα βραδύκαυστο ψυχόδραμα που φλερτάρει με το θρίλερ και την αλληγορία πάνω στη μάχη των δύο φύλων. 

Προτείνεται!

 

Πηγή: newsmag.gr